ριζοβόληση

ριζοβόληση
η / ριζοβόλησις, -ήσεως, ΝΜ [ριζοβολώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριζοβολώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥιζοβολήσῃ — ῥιζοβολέω strike root aor subj mid 2nd sg ῥιζοβολέω strike root aor subj act 3rd sg ῥιζοβολέω strike root fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζοβόλημα — και ριζοβόλι, το, Ν [ριζοβολώ] η ριζοβόληση …   Dictionary of Greek

  • ριζοβολώ — ησα, ημένος, βγάζω ρίζες, πιάνω: Παρ όλες τις προσπάθειές του τα δέντρα πουφύτεψε δε ριζοβόλησαν. Ουσ. ριζοβόληση, η και ριζοβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”